- γεροντικός
- γεροντικός, τὸ γ., der Senat in Carthago
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γεροντικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικός — ή, ό (AM γεροντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό 1. η αίθουσα συνεδριάσεων τής μονής 2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό μσν. βιβλίο που… … Dictionary of Greek
γεροντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στους γέρους: Πάσχει από γεροντική άνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντικά — γεροντικός of neut nom/voc/acc pl γεροντικά̱ , γεροντικός of fem nom/voc/acc dual γεροντικά̱ , γεροντικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικῶν — γεροντικός of fem gen pl γεροντικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικόν — γεροντικός of masc acc sg γεροντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικαῖς — γεροντικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικαί — γεροντικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικοῖς — γεροντικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικοί — γεροντικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεροντικοῦ — γεροντικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)